ἰχθύς

ἰχθύς
ἰχθύς (Herodian 2, 936 prefers ἰχθῦς; s. Schwyzer I 350; DELG and Frisk s.v. ἰχθῦς; B-D-F §13; Mlt-H. 141f), ύος, ὁ (Hom.+; ins, pap, LXX; En 7:5; 101:7; PsSol 5:9; TestSol; also PVindob 18:38 superscr.; Test12Patr; JosAs 10:14; Philo, Joseph., Just., Ath.) acc. pl. ἰχθύας (Epict. 4, 1, 30; Arrian, Anab. 5, 4, 3; PFay 113, 13 [100 A.D.].—The acc. form ἰχθῦς [Athen. 7 p. 327b] is not found in our lit.) fish, as food Mt 7:10; 14:17, 19; 15:36; 17:27 (s. RMeyer, OLZ 40, ’37, 665–70; JDerrett, Law in the NT, ’70, 258–60); Mk 6:38, 41, 43; Lk 5:6, 9; 9:13, 16; 11:11; 24:42; J 21:6, 8, 11 (Jos., Bell. 3, 508 the γένη ἰχθύων in the Lake of Gennesaret.—TestZeb 6:6 extraordinary catches of fish caused by divine intervention). The flesh of fishes 1 Cor 15:39. ἰχθύες τ. θαλάσσης B 6:12 (Gen 1:26, 28); cp. vs. 18; 10:10. οἱ ἰ. αὐτῶν (τῶν ὑδάτων) GJs 3:3. Fish that by nature have no scales may not be eaten by Jews B 10:1 (s. Lev 11:9–12; Dt 14:9f).—RAC VII 959–1097 (lit.); D’Arcy Thompson, A Glossary of Greek Fishes ’47. B. 184. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰχθῦς — ἰχθύς masc acc pl ἰχθύς masc nom pl ἰχθύς masc nom/voc pl ἰχθύς masc voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰχθῦς — Ἰχθύς masc acc pl Ἰχθύς masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… …   Dictionary of Greek

  • Ἰχθύς — Ἰχθύ̱ς , Ἰχθύς masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰχθύς — ἰχθύ̱ς , ἰχθύς masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰχθὺς εἰς Ἑλλήσποντον. — ἰχθὺς εἰς Ἑλλήσποντον. См. В море воды довольно …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἰχθὺς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται. — ἰχθὺς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται. См. Рыба начинает портиться с головы …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ιχθύς — ο ύος 1. ζώο σπονδυλωτό, υδρόβιο, που αναπνέει με βράγχια, ψάρι. 2. στον πληθ., Iχθύες αστερισμός του ζωδιακού κύκλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιχθύς, Ιπτάμενος — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αφανής στην Ελλάδα. Βρίσκεται ανάμεσα στη Δοράδα, στην Τράπεζα, στον Χαμαιλέοντα, στην Τρόπιδα και στον Οκρίβαντα. Διεθνώς ονομάζεται Volans και συμβολίζεται Vol …   Dictionary of Greek

  • Ιχθύς, Νότιος — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αμφιφανής στην Ελλάδα. Βρίσκεται ανάμεσα στον Υδροχόο, στον Αιγόκερω, στο Μικροσκόπιο, στον Νότιο Σταυρό και στον Γλύπτη. Το λαμπρότερο άστρο του (το α Νότιου Ιχθύος) έχει μέγεθος 1,17 και ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • ἰχθύες — ἰχθύς masc nom pl ἰχθύς masc nom/voc pl ἰχθύς masc voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”